- διαβιβάζω
- transmettre
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
διαβιβάζω — carry over pres subj act 1st sg διαβιβάζω carry over pres ind act 1st sg διαβιβάζω carry over pres subj act 1st sg διαβιβάζω carry over pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιβάζω — διαβιβάζω, διαβίβασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: διαβιβάζω : σε επίσημο ύφος λόγου απαντάται και η λόγια αύξηση (διεβίβαζα, διεβίβασα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαβιβάζω — (AM διαβιβάζω) 1. μεταφέρω από κάποιον τόπο σε άλλο 2. μεταφέρω στο απέναντι μέρος 3. μεταβιβάζω, μεταδίδω, γίνομαι φορέας αρχ. 1. διατρίβω, περνώ τον καιρό μου 2. μεταφέρω τη μελωδία 3. διαβιβάζομαι α) εξαναγκάζω με τη βία β) (για φυτά) διαπερνώ … Dictionary of Greek
διαβιβάζω — διαβίβασα, διαβιβάστηκα, διαβιβασμένος 1. μεταφέρω κάτι από ένα σημείο σε άλλο μέσω ενός φορέα: Η αίτησή μου διαβιβάστηκε στο υπουργείο. 2. στέλνω μήνυμα σε αποδέκτη χρησιμοποιώντας διάμεσο: Διαβίβασε τα χαιρετίσματά σου στους γονείς σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβιβάσει — διαβιβάζω carry over aor subj act 3rd sg (epic) διαβιβάζω carry over fut ind mid 2nd sg διαβιβάζω carry over fut ind act 3rd sg διαβιβάζω carry over aor subj act 3rd sg (epic) διαβιβάζω carry over fut ind mid 2nd sg διαβιβάζω carry over fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιβάσουσι — διαβιβάζω carry over aor subj act 3rd pl (epic) διαβιβάζω carry over fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαβιβάζω carry over fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) διαβιβάζω carry over aor subj act 3rd pl (epic) διαβιβάζω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιβάσω — διαβιβάζω carry over aor subj act 1st sg διαβιβάζω carry over fut ind act 1st sg διαβιβάζω carry over aor subj act 1st sg διαβιβάζω carry over fut ind act 1st sg διαβιβάζω carry over aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) διαβιβάζω carry over aor ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιβάσῃ — διαβιβάζω carry over aor subj mid 2nd sg διαβιβάζω carry over aor subj act 3rd sg διαβιβάζω carry over fut ind mid 2nd sg διαβιβάζω carry over aor subj mid 2nd sg διαβιβάζω carry over aor subj act 3rd sg διαβιβάζω carry over fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιβαζόμεθα — διαβιβάζω carry over pres ind mp 1st pl διαβιβάζω carry over pres ind mp 1st pl διαβιβάζω carry over imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) διαβιβάζω carry over imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιβαζόμενον — διαβιβάζω carry over pres part mp masc acc sg διαβιβάζω carry over pres part mp neut nom/voc/acc sg διαβιβάζω carry over pres part mp masc acc sg διαβιβάζω carry over pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιβαζόντων — διαβιβάζω carry over pres part act masc/neut gen pl διαβιβάζω carry over pres imperat act 3rd pl διαβιβάζω carry over pres part act masc/neut gen pl διαβιβάζω carry over pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)